- καλλίκομος
- -η, -ο (Α καλλίκομος, -ον)1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.)2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό-κομος, χρυσό-κομος].
Dictionary of Greek. 2013.